Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Κάτουλλος 65


Αν και με πόνο επίμονο καταβλημένον έγνοιες
 μακριά απ' τις πολυμαθείς, Όρταλε, κόρες με κρατούν,
κι ούτε είναι δυνατόν τους γλυκούς των Μουσών τους καρπούς να παράγω,
 μόνος του ο νους με κύματα πελώρια της συμφοράς παλεύει
μιας και πριν λίγο στα αβυσσαλέα της Λήθης τα νερά του αδελφού μου
 το πόδι το χλωμούτσικο το 'βρεξε και το μάζεψε το κύμα,
αυτόν που η τρωϊκή η γη κάτω απ' του Ροίτειου την ακτή
 απ' τα μάτια μου μακριά στερημένο τον συνθλίβει
-----------------------------------------------------------
 τώρα ποτέ ξανά εγώ, κι απ' τη ζωή αδερφέ πιο αγαπημένε,
δε θα σε ξαναδώ, σίγουρα όμως θα σ' αγαπώ για πάντα
  για πάντα του θανάτου σου θρήνους θλιμμένους θα θρηνώ,
όπως κάτω απ' τις πυκνές των κλαδιών τις σκιές θρηνούσε
 η Δαυλιάς, γοώντας για τη μοίρα την κακή του αναλωμένου Ίτυ
κι όμως αν και βαθιά σε τέτοιο πένθος, Όρταλε, σου στέλνω
  τα ποιήματα αυτά από του Βαττιάδη βγαλμένα το εργαστήρι
(για να μη λες τα λόγια σου σε ανέμους πλάνους τα εμπιστεύτηκες εις μάτην
   κι απ' την καρδιά μου ξεγλιστρήσανε τυχάρπαστα),
όπως το μήλο που σταλμένο κλεφτά, του αρραβωνιαστικού το δώρο,
 ξέφυγε από τον άσπιλο τον κόρφο της κοπέλας
αυτό που κρυμμένο κάτω απ' τα απαλά φορέματα της καψερής της ξεχασιάρας,
  καθώς εκείνη αναπήδησε στην παρουσία της μητρός της, ξεπετάχτηκε,
κι ενώ αυτό τρέχει ευθύς με πτώση κατακόρυφη,
 κείνης το ένοχο κοκκίνισμα βάφει τη λυπημένη όψη. 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου