Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Κάτουλλος 40


Ποια ξεροκεφαλιά, κακομοιρούλη Ράβιδε,
στους ιάμβους μου σε ρίχνει κατακούτελα;
Ποιος θεός, άστοχος συμβουλάτορας,
ξέφρενο σ' ορμήνεψε καβγά να ξεσηκώσεις;
Μήπως στο στόμα του για να σε βάλει ο κόσμος;
Τι θες; Ποθείς με κάθε μέσο να γίνεις περιβόητος;
Θα γίνεις, μιας και την αγάπη μου θέλησες
να αγαπάς με τιμωρία ατέρμονη.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Κάτουλλος 65


Αν και με πόνο επίμονο καταβλημένον έγνοιες
 μακριά απ' τις πολυμαθείς, Όρταλε, κόρες με κρατούν,
κι ούτε είναι δυνατόν τους γλυκούς των Μουσών τους καρπούς να παράγω,
 μόνος του ο νους με κύματα πελώρια της συμφοράς παλεύει
μιας και πριν λίγο στα αβυσσαλέα της Λήθης τα νερά του αδελφού μου
 το πόδι το χλωμούτσικο το 'βρεξε και το μάζεψε το κύμα,
αυτόν που η τρωϊκή η γη κάτω απ' του Ροίτειου την ακτή
 απ' τα μάτια μου μακριά στερημένο τον συνθλίβει
-----------------------------------------------------------
 τώρα ποτέ ξανά εγώ, κι απ' τη ζωή αδερφέ πιο αγαπημένε,
δε θα σε ξαναδώ, σίγουρα όμως θα σ' αγαπώ για πάντα
  για πάντα του θανάτου σου θρήνους θλιμμένους θα θρηνώ,
όπως κάτω απ' τις πυκνές των κλαδιών τις σκιές θρηνούσε
 η Δαυλιάς, γοώντας για τη μοίρα την κακή του αναλωμένου Ίτυ
κι όμως αν και βαθιά σε τέτοιο πένθος, Όρταλε, σου στέλνω
  τα ποιήματα αυτά από του Βαττιάδη βγαλμένα το εργαστήρι
(για να μη λες τα λόγια σου σε ανέμους πλάνους τα εμπιστεύτηκες εις μάτην
   κι απ' την καρδιά μου ξεγλιστρήσανε τυχάρπαστα),
όπως το μήλο που σταλμένο κλεφτά, του αρραβωνιαστικού το δώρο,
 ξέφυγε από τον άσπιλο τον κόρφο της κοπέλας
αυτό που κρυμμένο κάτω απ' τα απαλά φορέματα της καψερής της ξεχασιάρας,
  καθώς εκείνη αναπήδησε στην παρουσία της μητρός της, ξεπετάχτηκε,
κι ενώ αυτό τρέχει ευθύς με πτώση κατακόρυφη,
 κείνης το ένοχο κοκκίνισμα βάφει τη λυπημένη όψη. 


 

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Κάτουλλος 55

Σε ικετεύουμε, αν δε σου κάνει κόπο,
δείξε μας πού την έχεις την κρυψώνα.
Σε ψάξαμε στα Ελάσσονα Πεδία, στο Μέγα Στάδιο
σε ψάξαμε, μέσα σ' όλα τα βιβλιαράκια,
σε ψάξαμε στο τέμενος το ιερό του τρισμεγίστου Δία.
Με μιας στου Πομπηΐου του Μεγάλου τη στοά
όλα τα γκομενάκια, φίλε, στρίμωξα
κι ας κάναν πως για σε ιδέα δεν είχαν.
"Εμπρός" ο ίδιος τις ξεμπρόστιαζα
"δώστε μου τον Καμέριο, ξεδιάντροπα κορίτσια".
Κάποια το στήθος της ξεγύμνωσε και είπε:
"Να, κρύβεται εδώ στις ροδαλές μου ρώγες".
Μα τώρα πια το να σ' ανέχομαι μου έγινε ηράκλειος άθλος.
Μας απαρνιέσαι, φίλε, και δε μας καταδέχεσαι καθόλου.
Πες μας πού θα σε βρούμε, ξηγήσου
θαρραλέα, κανόνισε, βγες να σε δει ο ήλιος.
Τώρα ξανθές κοπέλες σε κρατούν με στήθια σαν το γάλα;
Μα αν τη γλώσσα σου κρατάς στο στόμα σφαλισμένη,
του έρωτά σου οι καρποί όλοι θα πάνε στράφι.
Με κουβεντούλες η γλωσσού η Αφροδίτη χαίρεται.
Όμως, αν προτιμάς, μπορείς μόκο να κάνεις
όσο εγώ τον έρωτά σας θα μοιράζομαι.