Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Κάτουλλος 22



Ο Σουφηνός ο δικός σου, Βάρε, που καλά γνωρίζεις
είναι άντρας γοητευτικός, αβρός, κοσμοπολίτης
κι αυτός μακράν τους περισσότερους σκαρώνει στίχους.
Θαρρώ χίλια ή δέκα χιλιάδες ή πιο πολλά έχει
συγγράψει κι όχι ως είθισται σε ανακύκλωσης χαρτί
αραδιασμένα: περγαμηνές βασιλικές, καινά βιβλία,
καινοί σελιδοδείκτες, λωρίδες άλικες, βιβλιοδεσία,
στοιχισμένα με χάρακα και με ελαφρόπετρα όλα λεία.
Αυτά σαν τα διαβάσεις κείνος ο ωραίος και αβρός
Σουφηνός ένας τυχαίος τσοπάνης ή χαμάλης
ξάφνου μοιάζει: τόσο πολύ φρίττει κι αλλάζει.
Τούτο τι να νομίσουμε πως είναι; Αυτός που τώρα δα σπίρτο
ή κάτι απ’ αυτό το πράγμα πιο έξυπνο φαινόταν
ο ίδιος είναι πιο άξεστος απ’ άξεστο στουρνάρι,
άπαξ κι αγγίξει ποιήματα, κι αυτός ποτέ
δεν είναι πιο ευτυχής απ’ όταν γράφει ποίηση:
τόσο χαίρεται με την πάρτη του, τόσο τον ίδιο ο ίδιος θαυμάζει.
Θαύμα δεν είναι, όλοι στο ίδιο σφάλμα πέφτουμε, κι ούτε ένας δεν υπάρχει
που σε κάποιο θέμα να μην μπορείς να δεις το Σουφηνό.
Στον καθένα μας έχει πέσει η δικιά του πλάνη·
αλλά δεν βλέπουμε τι κουβαλάμε στην καμπούρα μας.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Κάτουλλος 16




Θα σας βιάσω κι απ’ τον κώλο κι απ’ το στόμα,
πούστη Αυρήλιε και Φούριε κουνιστέ,
που απ’ τα στιχάκια μου με κρίνατε,
γιατί είναι τρυφερούτσικα, ξεδιάντροπος πως είμαι.
Τι αγνός οφείλει να ‘ναι ο σεμνός ποιητής
ο ίδιος, τα στιχάκια του δεν έχουν τέτοια ανάγκη·
και αυτά εν τέλει τότε έχουν αλάτι και φινέτσα,
αν είναι τρυφερούτσικα και μάλιστα ξεδιάντροπα,
κι αν μπορούν λάγνους πόθους να ξυπνούν,
δε λέω στα παιδιά, αλλά σ’ αυτούς τους μαλλιαρούς
που σκληρούς δεν μπορούν να σηκώσουνε πούτσους.
Εσείς, για τις πολλές χιλιάδες των φιλιών μου
σαν διαβάσατε, του κάκου αρσενικό με μετράτε;
Θα σας βιάσω κι απ’ τον κώλο κι απ’ το στόμα.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Κάτουλλος 66




Κείνος που όλες τις λάμψεις θεώρησε στο κραταιό στερέωμα
  που δύσεις και ανατολές των άστρων έχει ορίσει,
πώς σκοτεινιάζει η φλογερή του αρπαχτικού ηλίου μαρμαρυγή,
 πώς οι αστερισμοί σε σταθερό υποχωρούνε χρόνο,
πώς την Εκάτη κλεφτά κάτω απ’  το Λάτμιο βράχο εξορίζοντας
έρως γλυκύς στον αιθέριο άξονα ανακαλεί:
αυτός ο ίδιος Κόνων στον ουράνιο θόλο με διέκρινε,
  πλεξούδα από την κορυφή της Βερενίκης,
να λάμπω ξάστερα, εμέ που κείνη στις θεές όλες με έταξε,
  απλώνοντας τα απαλά της χέρια
τότε που ο βασιλιάς ακμαίος από τον νέο υμέναιο
  πήγε των Ασσυρίων τα μέρη να συλήσει,
γλυκά αχνάρια φέροντας παννύχιας διαμάχης
 που απόκτησε σαν κέρδισε της παρθενίας τα λάφυρα.
Μισούν άραγε οι νιόπαντρες την Αφροδίτη; Ή μήπως των γονιών
 τις χαρές με κροκοδείλια δάκρυα ματαιώνουν,
που άφθονα χύνουν στο κατώφλι της γαμήλιας κάμαρας;
  Όχι, έτσι να με συντρέχουν οι θεοί, στα ψέματα στενάζουν.
Τούτο η βασίλισσά μου μ’ έμαθε μ’ ατέλειωτα παράπονα,
 τότε που ο νιόπαντρος άγριες μάχες πήγε να απαντήσει.
Αλλά εσύ ολομόναχη δε θρήνησες το ορφανό κρεβάτι,
 μα ακριβού αδερφού πολύδακρυ αποχωρισμό,
όταν βαθιά σου ‘τρωγε έγνοια το δύστυχο μεδούλι.
  Πώς τότε εσύ συθέμελα στα στήθη ταραγμένη
το νου και τις αισθήσεις έχασες! Κι ας σ’ ήξερα εγώ καλά
  από μικρούλα κοπελιά που ήσουν θαρραλέα.
Μήπως το έργο το γενναίο λησμόνησες, μ’ αυτό που κέρδισες βασιλικό
 κρεβάτι, αυτό που δυνατότερος δεν τόλμησε κανένας;
Αλλά τότε ξεπροβοδίζοντας τον άντρα σου τι λόγια θλιβερά ξεστόμισες!
 Δία, πόσες φορές τα μάτια με το χέρι σου έτριψες!
Ποιος σ’ άλλαξε τόσο τρανός θεός; Ή μήπως επειδή όσοι αγαπούν
 καιρό πολύ μακριά απ’ ακριβό κορμί δε θέλουνε να είναι;
Και τότε εμέ για το γλυκό σου σύζυγο σε όλους τους θεούς
 όχι δίχως ταυρίσιο αίμα με έταξες,
αν πίσω θα γυρνούσε. Αυτός μετά από λίγο χρόνο
 την Ασία υπόδουλη προσέθεσε στα μέρη της Αιγύπτου.
Γι’ αυτά τα έργα εγώ αφού αποδόθηκα στην ουρανία σύναξη,
  αρχαίο τάμα με ανήκουστο καθήκον εκπληρώνω.
Άθελά μου, βασίλισσα, απ’ την κορφή σου αποχώρησα
 άθελά μου: ορκίζομαι σε σε και στο κεφάλι σου,
κι ας πάθει ό,τι του αξίζει αυτός που μάταια σ’ αυτό ορκίστηκε:
 αλλά ποιος με το σίδερο να παραβγεί ποθεί;
Ακόμα κι εκείνο το όρος στα μέρη το μέγιστο, που απάνω του
 περνά ο λαμπρός της Θείας ο γόνος, κατέρρευσε,
σαν οι Μήδοι νιόβγαλτη θάλασσα γέννησαν και σαν νιότη
  βάρβαρη στο μέσο με στόλο έπλευσε του Άθω.
Τι να σου κάνουν τα μαλλιά, όταν τέτοια βουνά στο σίδερο λυγίζουν;
  Δία, των Χαλύβων μακάρι όλο το γένος να χαθεί
κι όποιος πρώτος κάτω απ’ τη γη φλέβες αρχίνισε
 να ψάχνει και του σιδήρου να δαμάζει τη σκληράδα!
Λίγο πριν της νεότμητης κόμης μου τη μοίρα οι αδελφές μου
  θρηνούσαν, όταν του Μέμνονα του Αιθίοπα το αδέρφι
χτυπώντας τον αγέρα με παλλόμενες φτερούγες
 εμφανίστηκε, της Λοκρίδος Αρσινόης ιπτάμενος ίππος,
κι αυτός μες στις αιθέριες σκιές υψώνοντάς με πέταξε μακριά
 και με εναπόθεσε στον κόλπο τον αγνό της Αφροδίτης.
Η ίδια η Ζεφυρίτις κει τον δούλο της απέστειλε,
 έποικος Ελληνίς στις ακτές του Κανώπου.
Κει στου ξάστερου ουρανού το πολυποίκιλο στερέωμα
 για μην είναι μόνο το χρυσό από τον κρόταφο της Αριάδνης
το στέμμα καρφωμένο, αλλά κι εμείς να λάμπουμε
 ταμένα λάφυρα ξανθής κεφαλής,
πιτσιλισμένη απ’ το κύμα αναδυόμενη στων θεών τις οικίες
 άστρο καινό ανάμεσα σε αρχαία η θεά με εναπόθεσε.
Της Παρθένου και του άγριου Λέοντα έτσι αγγίζοντας
  τα φώτα, με την Καλλιστώ ενωμένη του Λυκάονος
στρέφομαι στη δύση, οδηγός μπροστά απ’ το βραδύ Βοώτη
 που αργά μόλις βυθίζεται στου Ωκεανού τα βάθη.
Αλλά αν και τη νύχτα τα χνάρια των θεών με πατούν
 όμως η αυγή στη λευκή την Τηθύ με επαναφέρει,
(με την άδειά σου ας μου επιτραπεί να πω, Ραμνούσια κόρη,
  τι φόβος κανείς δε θα με κάνει την αλήθεια να κρύψω,
ακόμη κι αν τα άστρα με λόγια εχθρικά με διασύρουν,
 την αλήθεια στο στήθος μου κρυμμένη θα αποκαλύψω)
με αυτά τα πράγματα δε χαίρομαι όσο που για πάντα μακριά
  μακριά απ’ της κυράς την κεφαλή βασανίζομαι,
μ’ αυτήν εγώ, όσο παρθένα ακόμα ήταν από όλα άπειρη
  τα αρώματα, μόνο πολλά λιτά μύρα ήπια.
Τώρα σεις, που με φως ποθητό σας ένωσε λαμπάδα
  στους πρόθυμους τα σώματα συζύγους
μην παραδώσετε γυμνώνοντας τα ρούχα πετώντας τις ρώγες
  προτού για μένα γλυκές χοές χύσει ο αλάβαστρος,
ο αλάβαστρός σας, σεις που σ’ αγνό τα δίκαια φυλάτε κρεβάτι.
  Μα όποια το κορμί της έδωσε σε μιαρή πορνεία
αχ, κείνης τα ανίερα δώρα λαφριά να τα πιει σκόνη ανεκπλήρωτα:
  Τι εγώ απ’ ανάξιες καμιά προσφορά δε ζητώ.
Αλλά καλύτερα, νύφες, πάντα ομόνοια στις δικές σας,
 πάντα αγάπη σταθερή να κατοικεί στις οικίες σας.
Όμως εσύ, βασίλισσα, καθώς τα άστρα θωρείς και τη θεία
  με φώτα γιορτινά κατευνάζεις Αφροδίτη,
εμέ τη δικιά σου μην αφήσεις άπειρη να ‘μαι από μύρα,
  αλλά μάλλον μ’ άφθονα δώρα κάνε
τα αστέρια όλο να λεν: «μακάρι να γινόμουνα βασιλική πλεξούδα»
 και δίπλα από τον Υδροχόο ας έλαμπε ο Ωρίων.









Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Κάτουλλος 78, 78b


78
Ο Γάλλος έχει δυο αδερφούς, κομψότατη η γυναίκα
  του ενός, κομψός ο υιός του άλλου.
Ο Γάλλος είναι ωραίος: έτσι γλυκές αγάπες σμίγει
  μ' ωραίο παιδί για να πλαγιάζει ωραία κοπελιά.
Ο Γάλλος είναι ηλίθιος, δε βλέπει που είναι σύζυγος
  κι ως θειος του θειου το κέρατο ορμηνεύει.

78b
Μα τώρα αυτό με θλίβει, που της αγνής κοπέλας τα αγνά
  φιλιά μολύνανε τα βρομερά σου σάλια.
Αλλά δε θα την βγάλεις καθαρή: τι όλοι οι αιώνες
  θα σε μαθουν και τι κουμάσι είσαι η φήμη η γριά θα μολογά.


Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Κάτουλλος 63



Πέρασε θάλασσες βαθιές ο Άττις πλέοντας με γρήγορο σκαρί
και σαν το Φρύγιο άλσος πάτησε με πόδι σβέλτο όλο πόθο
και σίμωσε στα μέρη της θεάς που σκιερά τα ζώνουν δάση,
καθώς εκεί λύσσα τον κέντρισε τρελή, πλάνος τω πνεύματι,
ξέσκισε με λιθάρι σουβλερό τα βάρη απ’ το λαγόνι του.
Κι έτσι καθώς αισθάνθηκε τα μέλη του που δίχως άντρα απέμειναν
της γης λεκιάζοντας το χώμα με φρέσκο ακόμα αίμα,
ξεσηκωμένη κράτησε με χέρια σαν το χιόνι το ανάλαφρο το τύμπανο,
το τύμπανο, Κυβήβη, το δικό σου, τις τελετές, μητέρα, τις δικές σου,
και του ταύρου το τομάρι το κούφιο κρούοντας με δάχτυλα απαλά,
τούτα αρχίνισε να τραγουδά τρεμουλιαστά στις συντρόφισσες.

«Εμπρός μπροστά πάτε, Γάλλες, στα ψηλά της Κυβέλης δάση με μιας,
με μιας εμπρός, της Δινδυμήνης δέσποινας πλάνα κοπάδια
που ξένα ζητώντας σαν εξόριστες μέρη
τη σέκτα μου ακλουθώντας με μένα αρχηγό για μένα συντρόφισσες
τη θάλασσα την κλέφτρα υπομείνατε και τoυ πελάου τις τρικυμίες
και το σώμ’ απανδρώσατε απ’ άσβεστο της Αφροδίτης μίσος˙
ευφραίνετε της κυράς την ψυχή με γοργά ξεστρατήματα.
Δειλός δισταγμός να φύγει απ’ το νου: εμπρός με μιας, από πίσω ελάτε
στο Φρύγιο της Κυβήβης οίκο, στα Φρύγια άλση της θεάς,
κει που των κυμβάλων ο ήχος αντηχεί, κει που τύμπανα αντιβοούν,
κει που Φρύγας αυλητής ήχο λαλεί βαρύ στο κυρτό του καλάμι,
κει που Μαινάδες κεφαλές με βία τινάζουν κισσοφόρες,
κει που τα ιερά ιερών τελετών με στριγγές ξεσηκώνουν τσιρίδες,
κει που συνηθά κείνο το πλάνο της θεάς να ίπταται μπουλούκι,
όπου πρέπει στο χορό μας με σβέλτο ρυθμό τρις το πόδι να χτυπά.»

Τούτα με μιας στις συντρόφισσες τραγούδησε η μπάσταρδη γυναίκα
κι ο θίασος ξάφνου με γλώσσες ολολύζει παλλόμενες,
το ελαφρύ το τύμπανο μουγκρίζει, τα κούφια κύμβαλα αντικροτούν,
στη χλωρή την Ίδη γρήγορος σίμωσε χορός με πόδι πρόθυμο.
Ξέφρενη με μιας, ξέπνοη, πλάνα βαδίζει, τα λοίσθια πνέοντας
με συνοδεία το τύμπανο ο Άττις μέσα στα άλση τα σκιώδη ηγέτης,
σαν τη δαμάλα αδάμαστη το βάρος του ζυγού τινάζοντας,
ορμητικές οι Γάλλες ακλουθούν το γοργοπόδαρο αρχηγό.
Κι έτσι σαν πάτησαν τον οίκο της Κυβήβης κατάκοπες,
από υπέρμετρο μόχθο δίχως ψωμί παίρνουν έναν υπνάκο,
νοθρός λήθαργος λιώμα τις λύγιζε σφαλίζοντας τα μάτια
κι έφυγε στη σιγαλιά την απαλή η λυσσαλέα του πνεύματος μανία.

Αλλά όταν ο Ήλιος ο χρυσόθορος με ακτινοβόλο βλέμμα
σάρωσε τον κάτασπρο αιθέρα, το χώμα το σκληρό, την άγρια θάλασσα
κι εξόρισε της νύχτας τις σκιές με ακμαία ποδοβολητά,
εκεί ο Ύπνος ξυπνητή την άφησε την Άττι και ξέφυγε˙
στον τρεμάμενο κείνον τον πήρε η Πασιθέα η θεά τον κόλπο της.
Κι έτσι από την απαλή τη σιγαλιά λεύτερη από λύσσα αρπαχτική
μόλις μόνη της στην καρδιά ό,τι έκανε αναπόλησε
κι είδε με καθαρό μυαλό τι της έλειπε και πού βρισκόταν,
με πνεύμα ταραγμένο πίσω πάλι στο γιαλό το δρόμο πήρε,
όπου θάλασσες πλατιές συνάντησε με δάκρυα στα μάτια
κι έτσι λυπητερά με φωνή θλιβερή στην πατρίδα απευθύνθηκε.

«Ω πατρίδα γενέτειρά μου, ω πατρίδα μου μητέρα
που εγώ ο δύστυχος σε άφησα καθώς συχνά απ’ τα αφεντικά δραπέτες
δούλοι φεύγουν, και πάτησα το πόδι μου στα άλση τα Ιδαία,
για να ‘μαι μεσα στο χιονιά και στων θεριών τα παγερά λιμέρια
και να σιμώσω μαινόμενη τα σκοτεινά τους άντρα,
πότε άραγε και σε ποια μέρη μολογώ πως σε παράτησα, πατρίδα; 
Η κόρη ποθεί των ματιών από μόνη της το βλέμμα να στρέψει σε σένα,
για λίγο όσο το πνεύμα λεύτερο απ’ άγρια λύσσα είναι.
Άραγε μακριά απ’ τη δικιά μου στα άλση τούτα θα φέρομαι οικία;
Από πατρίδα, αγαθά, φίλους, γονείς θα λείπω;
Θα λείπω από την αγορά, την αρένα, το στάδιο, τα γυμνάσια;
Ω δύστυχη, δύστυχη, τώρα ξανά και ξανά το παράπονο βγαίνει, καρδιά.
Τι λογής άραγε όψη, τι λογής εγώ δεν πήρα;
Εγώ γυναίκα, εγώ νεαρός, εγώ έφηβος, εγώ παιδί˙
εγώ του γυμνασίου ήμουν ανθός˙ εγώ ήμουν η δόξα της παλαίστρας˙
για μένα οι πόρτες σφύζαν απ’ τα πλήθη, για μένα το κατώφλι ήταν ζεστό,
για μένα άνθιζε το σπίτι μου ζωσμένο με στεφάνια,
σαν το δωμάτιό μου άφηνα με την αυγή του ηλίου.
Εγώ τώρα των θεών θεράπαινα και της Κυβήβης θα φέρομαι δούλα;
Εγώ Μαινάς, εγώ κομμάτι του εαυτού μου, εγώ στείρος άντρας θα είμαι;
Εγώ στης χλωρής της Ίδης τα μέρη που χιόνι τα σκεπάζει θα συχνάζω;
Εγώ τη ζωή μου θα ζω κάτω απ’ τις ψηλές κορυφές της Φρυγίας,
όπου ζαρκάδι δασοσύχναστο όπου κάπρος αλσοπλάνητας;
τώρα τώρα ό,τι έκανα πονά, τώρα τώρα μετανοιώνω.»

Καθώς απ’ τα ρόδινα χειλάκια της γοργός έφυγε ήχος,
στα δίδυμα τα αφτιά των θεών νέα ανήκουστα φέρνοντας
κει απ’ τα λιοντάρια η Κυβέλη του ζυγού το ζεύγμα λύνοντας
και το ζερβό του κοπαδιού εχθρό κεντρίζοντας έτσι μιλά:
«Εμπρός τώρα» λέει «εμπρός, θεριό, πήγαινε, κάνε τη μανία να τον κλονίσει
με της μανίας το χτύπο κάνε να φέρει το πόδι πίσω στα δάση
αυτός που σαν πολύ λεύτερα ποθεί να ξεφύγει απ’ το κράτος μου
εμπρός με την ουρά χτύπα τη ράχη, το δικό σου μαστίγιο υπόμεινε
κάνε όλα τα μέρη με μουγκριτό βρυχώμενο να αντηχούν
άγρια την πύρρινη απ’ το μυώδη αυχένα τίναξε χαίτη.»

Αυτά είπε απειλώντας η Κυβήβη και λύνει με το χέρι τους ζυγούς:
άγριος αυτός μόνος του ξεσηκώνεται στο αρπαχτικό του πνεύμα,
βαδίζει, βρυχάται, τσακίζει χαμόκλαδα με πόδι πλάνο.
Αλλά σαν σίμωσε τα μέρη της ακτής τα υγρά της αφρισμένης
κι είδε την τρυφερή την Άττι σιμά στου πελάου τα μάρμαρα
εξαπολύει επίθεση˙ κείνη ξέμυαλη φεύγει στα δάση άγρια˙
εκεί για πάντα στης ζωής της όλο το διάστημα ήτανε δούλα.

Θεά, μεγάλη θεά, Κυβήβη, θεά του Δινδύμου δέσποινα,
μακριά ας είναι απ’ τη δικιά μου, κυρά, κάθε μανία σου οικία:
άλλους σε έκσταση οδήγησε, άλλους οδήγησε στη λύσσα.


Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Κάτουλλος 51


Κείνος ισόθεος μου φαίνεται πως είναι,
κείνος, αν είναι θεμιτό, πιο πάνω απ' τους θεούς,
κείνος που απέναντί σου κάθεται κι όλο σε
βλέπει και σ' ακούει

γλυκά να του γελάς με γέλιο που απ' εμέ τον άμοιρο
όλες μου κλέβει τις αισθήσεις: τι μόλις σε
αντίκρισα, Λεσβία μου, δε μου απόμεινε
στα χείλη μου φωνή,

μα η γλώσσα μουδιάζει, λεπτή κάτω απ' τα μέλη
φλόγα κυλά, με την ηχώ του ήχου τους
τα αφτιά μου κουδουνίζουν, νύχτα διπλή
τα μάτια μου σφαλίζει.

Η απραξία, Κάτουλλε, σου έχει γίνει βάρος:
στην απραξία χοροπηδάς κι υπέρμετρα καυχιέσαι:
η απραξία πριν και βασιλείς και πολιτείες
πλούσιες ρήμαξε.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Κάτουλλος 40


Ποια ξεροκεφαλιά, κακομοιρούλη Ράβιδε,
στους ιάμβους μου σε ρίχνει κατακούτελα;
Ποιος θεός, άστοχος συμβουλάτορας,
ξέφρενο σ' ορμήνεψε καβγά να ξεσηκώσεις;
Μήπως στο στόμα του για να σε βάλει ο κόσμος;
Τι θες; Ποθείς με κάθε μέσο να γίνεις περιβόητος;
Θα γίνεις, μιας και την αγάπη μου θέλησες
να αγαπάς με τιμωρία ατέρμονη.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Κάτουλλος 65


Αν και με πόνο επίμονο καταβλημένον έγνοιες
 μακριά απ' τις πολυμαθείς, Όρταλε, κόρες με κρατούν,
κι ούτε είναι δυνατόν τους γλυκούς των Μουσών τους καρπούς να παράγω,
 μόνος του ο νους με κύματα πελώρια της συμφοράς παλεύει
μιας και πριν λίγο στα αβυσσαλέα της Λήθης τα νερά του αδελφού μου
 το πόδι το χλωμούτσικο το 'βρεξε και το μάζεψε το κύμα,
αυτόν που η τρωϊκή η γη κάτω απ' του Ροίτειου την ακτή
 απ' τα μάτια μου μακριά στερημένο τον συνθλίβει
-----------------------------------------------------------
 τώρα ποτέ ξανά εγώ, κι απ' τη ζωή αδερφέ πιο αγαπημένε,
δε θα σε ξαναδώ, σίγουρα όμως θα σ' αγαπώ για πάντα
  για πάντα του θανάτου σου θρήνους θλιμμένους θα θρηνώ,
όπως κάτω απ' τις πυκνές των κλαδιών τις σκιές θρηνούσε
 η Δαυλιάς, γοώντας για τη μοίρα την κακή του αναλωμένου Ίτυ
κι όμως αν και βαθιά σε τέτοιο πένθος, Όρταλε, σου στέλνω
  τα ποιήματα αυτά από του Βαττιάδη βγαλμένα το εργαστήρι
(για να μη λες τα λόγια σου σε ανέμους πλάνους τα εμπιστεύτηκες εις μάτην
   κι απ' την καρδιά μου ξεγλιστρήσανε τυχάρπαστα),
όπως το μήλο που σταλμένο κλεφτά, του αρραβωνιαστικού το δώρο,
 ξέφυγε από τον άσπιλο τον κόρφο της κοπέλας
αυτό που κρυμμένο κάτω απ' τα απαλά φορέματα της καψερής της ξεχασιάρας,
  καθώς εκείνη αναπήδησε στην παρουσία της μητρός της, ξεπετάχτηκε,
κι ενώ αυτό τρέχει ευθύς με πτώση κατακόρυφη,
 κείνης το ένοχο κοκκίνισμα βάφει τη λυπημένη όψη.