Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Κάτουλλος 59

Η Ρούφα απ΄τη Βονώνια το Ρουφάκο ρουφά,
σύζυγος του Μενένου, που συχνά στους τάφους
την βλέπετε απ' την ίδια να αρπάζει την πυρά δείπνο,
όταν ακλουθώντας ψωμί που απ' τη φωτιά κατρακύλησε
απ' τον αξούριστο πηδιέται νεκροθάφτη.

Κάτουλλος 60


Σίγουρα εσένα λέαινα στα Λιβυστίνια όρη
ή Σκύλλα που αλυχτά απ’ τα λαγόνια κάτω
με τέτοιο νου σκληρό κι απεχθή δε σε γέννησε,
που ικέτη φωνή στη συμφορά την έσχατη
να αγνοούσες, αχ άγρια καρδιά θηρίου.

Κάτουλλος 46

Τώρα η άνοιξη πάλι τους πάγους λιώνει,
τώρα του ουρανού το μένος το ισονύκτιο
με τις γλυκές του Ζεφύρου σωπαίνει αύρες.
Πίσω να μείνουν οι Φρύγιοι, Κάτουλλε, κάμποι
και της Νικαίας ο πλούσιος αγρός της θερμής:
στις λαμπρές της Ασίας να πετάξουμε πόλεις.
Τώρα ο νους ορμητικός να ξεφύγει ποθεί,
τώρα με σπουδή ζωντανό δυναμώνει το βήμα.
Γεια σας γλυκές των συντρόφων συνάξεις,
που μακριά μαζί απ' το σπίτι κινήσατε
κι άλλοι δρόμοι απ' αλλού πίσω πάλι σας φέρνουν.

Κάτουλλος 41



Η Αμεάνα η κοπέλα η γαμιόλα
δέκα χιλιάρικα όλα μου ζήτησε,
αυτή με την ασχημούλα η κοπέλα μύτη,
του ρέστου η γκόμενα απ' τη Φόρμια.
Γειτόνοι, που την κοπέλα νοιάζεστε,
φίλους και γιατρούς φωνάξτε: στα καλά της
δεν είναι η κοπέλα κι ούτε να ρωτά
πώς είναι συνηθά το χάλκινο είδωλο.