Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Κάτουλλος 68


Laodamia 
George William Joy


68Α

Ότι από πικρή συμφορά και τύχη συνθλιμμένος
            τούτο μου στέλνεις το γράμμα με δάκρυα γραμμένο,
 για να εμψυχώσω ναυαγό που του πελάου τα κύματα
            ξέβρασαν κι απ’ του Χάρου να τον σώσω το κατώφλι,
αυτόν που ούτε η ιερή η Αφροδίτη μ’ απαλό να γαληνέψει ύπνο
            στέργει σ’ εργένικη παρατημένον κλίνη,
ούτε με των αρχαίων τη γλυκιά ωδή των γραφών οι Μούσες
            τον ευφραίνουν, σαν ο νους ανήμερος αγρυπνά:
αυτό με ευχαριστεί, μιας και φίλο σου με λες και τα δώρα
            των Μουσών από δω ζητάς και της Κύπριδος.
Αλλά για να μη σου είναι άγνωστες οι συμφορές μου, Μάλλιε,
            κι ούτε να λογάς πως της ξενίας μισώ το καθήκον,
άκου σε πoια κύματα της τύχης βουλιάζω ο ίδιος,
            άλλο να μη ζητάς από κακότυχο δώρα μακάρια.
Απ’ τον καιρό που πρώτα μου δόθηκε χιτώνας αγνός,
            όταν γλυκιά ζούσε άνοιξη της νιότης ο ανθός,
αρκετά πολύ έπαιξα: και στη θεά δεν είμαστε άγνωστοι,
            που γλυκιά σμίγει με έγνοιες πικρία.
 Αλλ’ όλον αυτόν το ζήλο με θρήνο αδελφικός θάνατος
            μου έκλεψε. Ω απ’ εμέ αδελφέ στερημένε τον άμοιρο,
συ πεθαίνοντας, συ ρήμαξες, αδελφέ, τα αγαθά μου,
            με σένα με μιας όλη μας θάφτηκε η οικία,
όλες μαζί σου με μιας χάθηκαν οι χαρές μας,
            που έτρεφε στη ζωή η γλυκιά σου αγάπη.
Με το χαμό του απ’ το νου μου ολάκερο εξόρισα
            τούτες τις σπουδές κι όλες τις ηδονές του πνεύματος.
Γι’ αυτό, αυτό που γράφεις, «ντροπή σου, Κάτουλλε, να ‘σαι
            στη Βερόνα, τι εδώ κάποιος από καλύτερη στόφα
τα κρύα σ’ αδειανό ζεσταίνει μέλη κρεβάτι»,
            αυτό, Μάλλιε, ντροπή δεν είναι αλλά θλίψη.
Γι’ αυτό θα συγχωρέσεις αν, όσα μου έκλεψε ο θρήνος,
            τούτα τα δώρα, σα δεν μπορώ, δε σου δίνω.
Τι άφθονες πηγές συγγραφών δεν έχω μαζί μου
            κι έτσι είναι τα πράματα, γιατί στη Ρώμη ζούμε:
αυτή το σπίτι, αυτή η έδρα μου, εκεί ζω τη ζωή μου·
            εδώ ένα απ’ τα πολλά κιβώτια με ακολουθεί.
Μιας κι έτσι είναι, δε θα ‘θελα να κρίνεις πως κακόβουλα
            έτσι πράττουμε με πνεύμα όχι και τόσο γαλαντόμο,
τι άφθονα τίποτα απ’ ό,τι ζήτησες δεν έλαβες:
            μετά χαράς θα πρόσφερα, αν είχα τα αγαθά μου.

68B

Δεν μπορώ να μην πω, θεές, σε ποια ανάγκη μου στάθηκε
            ο Άλλιος, με τι πίστη μεγάλη με στήριξε,
μη και φεύγοντας στης λησμονιάς τους αιώνες ο χρόνος
            το ζήλο του αυτό με νύχτα καλύψει τυφλή:
μα θα σας πω κι εσείς πιο πέρα πείτε σε πολλές
            χιλιάδες και τη σελίδα κάντε αυτήν τη γριά να μιλά.
Έτσι με τα χρόνια να αυξάνεται η φήμη του στο έργο μου
            και πιότερο γνωστό του θανόντος να γίνεται το όνομα,
κι ούτε λεπτό ιστό η μετέωρη αράχνη υφαίνοντας
             στο έρημο του Άλλιου το όνομα το έργο να πράξει.
Τι τα βάσανα που μου ‘δωσε η διττή Αμαθούσια τα
            ξέρετε, και με ποιο τρόπο με τσουρούφλισε,
σαν καιγόμουν με τη λάβα του Τρινάκριου βράχου
            και του Μαλιακού το νάμα στις Οιταίες Θερμοπύλες,
και τα θλιμμένα μάτια μου με αέναο κλάμα να λιώνουν
            δεν έπαψαν και βροχή πικρή να μουσκεύει τα μάγουλα,
καθώς απ’ την κορφή αιθέριου όρους διάφανο
            ρυάκι ξεπηδά από βρυώδη πέτρα
(που κυλώντας κατακόρυφα από κοιλάδα απόκρημνη,
            το μέσο του δρόμου διαπερνά πολυσύχναστου,
γλυκιά ανακούφιση διαβάτη που απόκαμε κάθιδρος,
            σαν καύσωνας βαρύς τους πυρωμένους σκίζει αγρούς).
Ή σαν σε ναύτες που σε μαύρο στροβιλίζονται κυκλώνα
            αύρα ευνοϊκή φυσώντας απαλότερα έρχεται
με την ευχή του Πολυδεύκη με την παράκληση του Κάστορα,
            τέτοια για μας ο Άλλιος ήταν βοήθεια.
Αυτός φραγμένο με διάπλατο άνοιξε δρόμο αγρό,
            αυτός σπίτι έδωσε σε μας, αυτός και στην κυρία,
σ’ αυτό αγάπες να εξασκούμε αμοιβαίες.
            Εκεί η λαμπρή θεά μου έφερε το απαλό της βήμα
και στο ξεφτισμένο κατώφλι το αστραφτερό της πέλμα
            πατώντας στου σανδαλιού το τρίξιμο στάθηκε,
σαν άλλοτε με του αντρός της φλεγόμενη τον έρωτα έφτασε
            στου Πρωτεσίλαου η Λαοδάμεια την οικία
που μάταια αρχίνισε, μιας και με αίμα ιερό δεν είχε ακόμα
            το θύμα ευμενίσει τους ουρανίους αφέντες.
Τόσο σφοδρά να μη με ευφραίνει τίποτα, Ραμνούσια κόρη,
            που άστοχα αρχινά σαν δε θέλουν οι αφέντες.
Πόσο πολύ ποθούν να χυθεί αίμα αγνό αδηφάγοι βωμοί  
            το ‘μαθε σαν έχασε τον άντρα η Λαοδάμεια,
που από ανάγκη του συζύγου άφησε του νιόπαντρου τον τράχηλο,
            πριν ερχομός ενός κι ύστερα άλλου πίσω χειμώνα
με νύχτες μακρές τον άπληστο χορτάσει έρωτα, 
            για να βαστάξει τη ζωή με γάμο ρημαγμένο,
που ήξεραν οι Μοίρες πως χρόνο δε θα ‘παιρνε πολύ,
            αν στρατιώτης πήγαινε στα τείχη του Ιλίου.
Τι τότε σαν την Ελένη άρπαξαν των Αχαιών τους πρώτους      
            άρχισε η Τροία να καλεί στα μέρη της τους άντρες,
η Τροία (ανείπωτο!) τάφος κοινός Ασίας και Ευρώπης, 
            η Τροία ανδρών κι ανδρείας πάσης στάχτη πικρή,
που τώρα και στον αδελφό μου θάνατο άθλιο
            έφερε. Ω απ’ εμέ αδελφέ στερημένε τον άμοιρο,
Ω φως γλυκό απ’ τον άμοιρο αδελφό στερημένο,
            με σένα με μιας όλη μας θάφτηκε η οικία,
όλες μαζί σου με μιας χάθηκαν οι χαρές μας,
            που έτρεφε στη ζωή η γλυκιά σου αγάπη.
Τώρα αυτός τόσο μακριά ούτε μέσα σε τάφους γνωστούς
             κι ούτε δίπλα σε στάχτες οικείων κείται,
μα στη δυσοίωνη Τροία, στην ολέθρια Τροία θαμμένος
            ξένη γη σ’ έσχατο χώμα τον κρατά.
Σ’ αυτήν τότε λεν με βιάση διαλεχτή απ’ ολούθε νιότη
            Ελληνική τα άδυτα άφησε των εστιών,
για να μη χαίρεται ο Πάρις την κλεμμένη μοιχαλίδα
            και λεύθερο σε γαλήνια κάμαρη χρόνο να περνά.
Αυτό τότε το κακό, πανέμορφη Λαοδάμεια, σου
            στέρησε κι απ’ τη ζωή κι απ’ την πνοή γάμο
γλυκύτερο:  με τέτοια του έρωτα δίνη σφοδρή κύμα
            σε ρούφηξε και σε απύθμενο βάραθρο σ’ έριξε,
σαν αυτό που οι Έλληνες λεν πως στον Φηνέα σιμά τον Κυλλήνειο
            χώμα στεγνώνει παχύ σαν στραγγίσει το έλος,
και που κάποτε πως έσκαψε του βουνού κόβοντας το μεδούλι
            ακούγεται ο ψευδοπάτωρ Αμφιτρυωνιάδης,
τον καιρό που με αλάθευτo τα Στυμφάλια τέρατα βέλος
            χτύπησε με κατώτερου αφέντη εντολή,
για να διαβαίνουν πιότεροι θεοί την ουρανία πύλη
            κι η Ήβη πολύ καιρό παρθένα να μη μένει.
Μα η βαθιά σου αγάπη απ’ το βάραρθο κείνο βαθύτερη,
            αυτή κι αδάμαστη το ζυγό να φέρεις σε δίδαξε.
Τόσο ακριβή σε τσακισμένο απ’ τους χρόνους γονιό δεν είναι
            όψιμου εγγονού η ζωή που μοναχοκόρη θηλάζει,
που, σαν για τα πλούτη επιτέλους μόλις βρέθηκε των προγόνων,
            με το όνομά του στη σφραγισμένη να μπαίνει διαθήκη,
την ασεβή του γελασμένου συγγενούς χαρά ακυρώνοντας,
            τον γύπα απ’ το άσπρο διώχνει κεφάλι˙
Τόσο πολύ περιστέρα δε χάρηκε καμιά το πάλλευκο
            ταίρι της (κι ας λεν πως όλο αδράχνει φιλιά
με το ράμφος τσιμπώντας πιο αναίσχυντα από κάθε
            γυναίκα, όσο ακόλαστη κι αν είναι).
Μα εσύ μόνη σου νίκησες τα μεγάλα τα πάθη τους
            άπαξ κι έσμιξες με τον ξανθό σου άντρα.
Εξ ίσου ή σχεδόν να συγκριθεί μαζί της άξια,
            ήρθε το φως μου στην αγκάλη μας,
που μια εδώ μια εκεί πετώντας γύρω της ο Έρως
            άστραφτε λαμπρός με λάμψη κροκόπεπλη.
Αν και σ’ αυτήν ένας Κάτουλλος μόνο δε φτάνει,
            τις αραιές της σεπτής κυράς θα ανεχτούμε απιστίες,
ανυπόφοροι μη γίνουμε με των βλακών το ήθος.
            Κι η Ήρα ακόμη, των ουρανίων η μεγίστη,
τη λάβρα της οργή για το πταίσμα του συζύγου κατάπιε,
            κι ας γνώριζε του παναχόρταγου Διός τις πλείστες απιστίες.
Μα θνητούς με θεούς θεμιτό να συγκρίνω δεν είναι
            κι ούτε όσα μύρια βάσταξε η Ήρα υπομένω,
κι ούτε εξ ουρανών φωνή με πρόσταξε «Συζύγου επωμίσου,
            άχαρο βάρος σήκωσε τρεμάμενου γονιού.»
Μα κείνη σε γάμο απ’ το δεξί του πατρός δε μου δόθηκε
            κι ούτε σε σπίτι ήρθε ευωδιαστό με Ασσύρια μύρα,
αλλά μια νύχτα σιωπηλή δωράκια μου ‘δωσε κλεφτά,
            απ’ του ίδιου του ανδρός της τον κόρφο κλεμμένα.
Γι’ αυτό κείνο αρκεί, αν σε μας μόνο δίνεται η μέρα,
            που κείνη σημαδεύει με ασπρότερη πέτρα.
Αυτό για σένα, όσο μπορούσα, με στίχο φτιαγμένο το δώρο
            για τη μέγιστη, Άλλιε, σου δίνεται στήριξη,
για να μην πιάσει με άγρια σκουριά το όνομά σας
            αυτή και κείνη κι η άλλη κι άλλη μέρα.
Είθε οι θεοί επιπλέον να δώσουν όλα τα αγαθά, που η Θέμις
            παλιά στους αρχαίους συνηθούσε να φέρνει πιστούς.
Μακάριοι να ‘στε κι εσύ και μαζί σου η ζωή σου
            και ο οίκος κει που ‘παιξα με τη δέσποινά μου
κι αυτός που πρώτα σε σένα με σύστησε, Άλλιε,
            απ’ αυτόν για με όλα τα καλά γεννήθηκαν,
και μακράν πριν απ’ όλους αυτή σε με πιο ακριβή κι από μένα τον ίδιο,
            το φως μου, που όσο ζει γλυκιά θα ζω ζωή.



           

           

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Κάτουλλος 59

Η Ρούφα απ΄τη Βονώνια το Ρουφάκο ρουφά,
σύζυγος του Μενένου, που συχνά στους τάφους
την βλέπετε απ' την ίδια να αρπάζει την πυρά δείπνο,
όταν ακλουθώντας ψωμί που απ' τη φωτιά κατρακύλησε
απ' τον αξούριστο πηδιέται νεκροθάφτη.

Κάτουλλος 60


Σίγουρα εσένα λέαινα στα Λιβυστίνια όρη
ή Σκύλλα που αλυχτά απ’ τα λαγόνια κάτω
με τέτοιο νου σκληρό κι απεχθή δε σε γέννησε,
που ικέτη φωνή στη συμφορά την έσχατη
να αγνοούσες, αχ άγρια καρδιά θηρίου.

Κάτουλλος 46

Τώρα η άνοιξη πάλι τους πάγους λιώνει,
τώρα του ουρανού το μένος το ισονύκτιο
με τις γλυκές του Ζεφύρου σωπαίνει αύρες.
Πίσω να μείνουν οι Φρύγιοι, Κάτουλλε, κάμποι
και της Νικαίας ο πλούσιος αγρός της θερμής:
στις λαμπρές της Ασίας να πετάξουμε πόλεις.
Τώρα ο νους ορμητικός να ξεφύγει ποθεί,
τώρα με σπουδή ζωντανό δυναμώνει το βήμα.
Γεια σας γλυκές των συντρόφων συνάξεις,
που μακριά μαζί απ' το σπίτι κινήσατε
κι άλλοι δρόμοι απ' αλλού πίσω πάλι σας φέρνουν.

Κάτουλλος 41



Η Αμεάνα η κοπέλα η γαμιόλα
δέκα χιλιάρικα όλα μου ζήτησε,
αυτή με την ασχημούλα η κοπέλα μύτη,
του ρέστου η γκόμενα απ' τη Φόρμια.
Γειτόνοι, που την κοπέλα νοιάζεστε,
φίλους και γιατρούς φωνάξτε: στα καλά της
δεν είναι η κοπέλα κι ούτε να ρωτά
πώς είναι συνηθά το χάλκινο είδωλο.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Κάτουλλος 57



Ωραία τα βρήκαν οι κίναιδοι οι αισχροί,
ο Μαμούρρας κι ο Καίσαρας οι λούγκρες.
Μην απορείς: ίδια λέρα και στους δυο,
απ' την πόλη η μια η άλλη απ' τη Φόρμια,
βαθιά καθίσανε και δεν ξεπλένονται:
εξ ίσου άρρωστοι, φτυστοί αμφότεροι
σ' ένα ντιβανάκι οι δυο πολυμαθούληδες,
ούτε ο ένας απ' τον άλλο πιο αχόρταγος γαμιάς,
σύντροφοι αντίζηλοι των κοριτσόπουλων.
Ωραία τα βρήκαν οι κίναιδοι οι αισχροί.



Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Κάτουλλος 45

Frederick Leighton "Ακμή και Σεπτίμιος"


Την αγάπη του ο Σεπτίμιος, την Ακμή,
στον κόρφο του κρατώντας "Ακμή μου" λέει
αν δε σ' αγαπώ μέχρι θανάτου κι αν στο εξής
να σ' αγαπώ αιώνια πρόθυμος δεν είμαι
όσο μπορεί κανείς να αγαπά μέχρις εσχάτων,
μόνος στη Λιβύη ή στην Ινδία την πυρωμένη,
πρασινομάτη να απαντήσω λέοντα."
Ως είπε αυτό, ζερβά ο Έρως σαν άλλοτε
και δεξιά φταρνίστηκε επικροτώντας.
Και η Ακμή απαλά το κεφάλι γέρνοντας
του γλυκού παιδιού τα μεθυσμένα ματάκια
με κείνο το άλικο στόμα φιλώντας,
"έτσι", λέει "ζωή μου Σεπτιμούλη μου,
αυτόν μόνο τον κύρη να υπηρετούμε αέναα,
τώρα που πιο πολύ μου μαίνεται και αγριεύει
η φλόγα στο απαλό μου μεδούλι."
Ως είπε αυτό, ζερβά ο Έρως σαν άλλοτε
και δεξιά φταρνίστηκε επικροτώντας.
Τωρά με καλούς οιωνούς ξεκινούν,
με αμοιβαίο πάθος αγαπούν κι αγαπιούνται:
μια την έχει την Ακμή ο φτωχούλης Σεπτίμιος
πιο πάνω από Συρίες κι από Βρετανίες.
Στο Σεπτίμιο μόνο πιστή η Ακμή
λάγνους πόθους κι ηδονές χαρίζει.
Ποιος είδε ανθρώπους πιο μακάριους,
ποιος πιο ευοίωνη την Αφροδίτη;